βουλγάτα

βουλγάτα
(Vulgatus). Η επίσημη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής από τον άγιο Ιερώνυμο. Από τον 2o αι. μ.Χ. οι Δυτικοί χρησιμοποιούσαν πολλές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Επειδή όμως στα πολλά αντίγραφα έγιναν λάθη και οι αντιγραφείς απομακρύνθηκαν από το αρχικό λατινικό κείμενο, ανατέθηκε στον Ιερώνυμο, που ήξερε σωστά την εβραϊκή γλώσσα, να ελέγξει τις λατινικές μεταφράσεις, και στην ανάγκη να μεταφράσει όλο το κείμενο, όχι μόνο της Παλαιάς αλλά και της Καινής Διαθήκης. Η Δυτ. Εκκλησία δέχτηκε στην αρχή επιφυλακτικά την εργασία του Ιερώνυμου, με τον καιρό όμως η νέα μετάφραση εκτόπισε τις παλιές και κηρύχτηκε αποδεκτή στη σύνοδο της Τριδέντου.
* * *
η
ονομασία της λατινικής μετάφρασης της Αγίας Γραφής που έγινε κυρίως από τον Ιερώνυμο και χρησιμοποιείται από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτγν. λατ.) Vulgata, θηλ. του vulgatus «συνήθης, κοινός», παθ. μτχ. του ρ. vulgo «δημοσιεύω, κοινοποιώ, δια δίδω» (< vulgus «όχλος, πλήθος, κοινοί άνθρωποι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δευτεροκανονικά — Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που δεν περιλαμβάνονται στον εβραϊκό κανόνα, αλλά στην ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα και στη λατινική Βουλγάτα. Οι Διαμαρτυρόμενοι τα χαρακτηρίζουν Απόκρυφα. * * * τα τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης τα οποία δεν… …   Dictionary of Greek

  • Μακκαβαίοι — Ονομασία που δόθηκε στους γιους του Ματταθία, ιερέα της πόλης Μωδεΐν, και οργανωτή της ιουδαϊκής εξέγερσης εναντίον του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς, ο οποίος ήθελε να εξελληνίσει τους Εβραίους και να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τη θρησκεία τους …   Dictionary of Greek

  • επιούσιος — α, ο (AM ἐπιούσιος, ον) 1. ο επαρκής για την κάθε μέρα (άρτος), ο αναγκαίος, ο καθημερινός («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν σήμερον», ΚΔ) κατά τον Ωριγένη η λ. «ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν» 2. (το αρσ. ως ουσ. κατά παράλειψη τού… …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • Έσδρας — (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιερέας των Ιουδαίων και νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε κατά την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας και μαζί με τον Νεεμία συνετέλεσε στη θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση των Ιουδαίων που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία …   Dictionary of Greek

  • Ετιέν ή Εστιέν — (Etienne). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων τυπογράφων, βιβλιοπωλών και λογίων. 1. Ερρίκος A’ (περ. 1470 – 1520). Ο γενάρχης της οικογένειας. Άρχισε την εκτύπωση βιβλίων στο Παρίσι το 1502 και υπήρξε ο πρώτος που χρησιμοποίησε το εκδοτικό σήμα που… …   Dictionary of Greek

  • Ιερεμίας — I (Αναθώθ, Βασίλειο του Ιούδα 650 π.Χ. – Αίγυπτος περ. 590 π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Εμφανίστηκε στον δημόσιο βίο το 626 π.Χ., σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολλά από τα κηρύγματά… …   Dictionary of Greek

  • Σαμουήλ — I Ο τελευταίος κριτής του Ισραήλ· έζησε γύρω στα μέσα του 11ου αι. π.Χ. Η μητέρα του, Άννα, που ήταν στείρα, πέτυχε τη γέννησή του με την προσευχή και τον αφιέρωσε στον Κύριο. Μετά την κλήση του στο αξίωμα του κριτή, πολέμησε νικηφόρα κατά των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”